- μεθέπω
- μεθέπω (Α)(μόνο ποιητ., ιδίως επικ.)1. πηγαίνω πίσω από κάποιον, τόν ακολουθώ από κοντά, πλησιάζω («ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.)2. (με αιτ.) ακολουθώ κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», Ομ. Ιλ.)3. συνεκδ. ζητώ, αναζητώ κάποιον με ζήλο, πηγαίνω να τόν βρω4. πηγαίνω σε επίσκεψη, επισκέπτομαι («νέον μεθέπεις», Ομ. Οδ.)5. μτφ. ασχολούμαι με ζήλο, καταπιάνομαι με κάτι6. απασχολούμαι σε μια εργασία («γεωπονίην μεθέπειν» Ψ-Φωκυλ.)7. (με διπλή αιτ.) οδηγώ κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («αἶψα δὲ Τυδεΐδην μέθεπε καρτερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)8. φέρω κάτι εις πέρας, αποτελειώνω («ψεῡδος μεθέπειν», Πίνδ.)9. μέσ. μεθέπομαι(με δοτ. ακολουθώ, συμφωνώ, υπακούω («οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε», Σοφ.)10. φρ. α) «ἄχθος νώτῳ μεθέπω» — φέρω βάρος, κομίζω φορτίο πάνω στη ράχη μου, Πίνδ.β) «μοῡσαν μεθέπω» — θεραπεύω μούσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἕπω].
Dictionary of Greek. 2013.